ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

étkező σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
étkező

καντίνα

van étkezőkocsi a vonaton?

φαγητό σερβίρεται στο τραίνο;

Το ιστορικό σας