ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ésszerű σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ésszerű

λογικός◼◼◼

ésszerűség

ευλογοφάνεια

λογικότητα

lökésszerű/impulzus zaj

οξύς (διαπεραστικός) θόρυβος

Το ιστορικό σας