ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

érvényesség σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
érvényesség

ισχύς◼◼◼

εγκυρότητα◼◼◼

κύρος◼◼◻

δύναμη

νόμισμα

Το ιστορικό σας