ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

érthetetlen σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
érthetetlen

ακατάληπτος

ακατανόητος

ακατανόητος (-η-ο)

ασύλληπτος

δυσνόητος

Το ιστορικό σας