ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

érthető σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
érthető

κατανοητός (-ή-ό)◼◼◼

ευφραδής

καταληπτός

érthető okok miatt

για λόγους κατανοητούς

félreérthetőség

αμφισημία◼◼◼

világos, érthető

σαφής-ής-ές

Το ιστορικό σας