ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

építőmérnöki tudomány σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
építőmérnöki tudomány

έργα (κλάδος) πολιτικού(ών) μηχανικού(ών)

vízépítőmérnöki tudomány

υδραυλική μηχανική/έργα υδραυλικού μηχανικού

Το ιστορικό σας