ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

énekel σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
énekel

τραγουδώ (-άω, -ήσω)

énekelek egy dalt

λέω ένα τραγούδι

énekelek egy kórusban

τραγουδάω με τη χορωδία

énekelni

τραγουδάω

miért nem engeded, hogy énekeljek?

γιατί δεν με αφήνεις να τραγουδήσω; (engedélyez) επιτρέπω (-ψω)

Το ιστορικό σας