ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

élelmiszertermelés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
élelmiszertermelés

τροφική παραγωγή (γεωργία)

élelmiszertermelés (mezőgazdaság)

τροφική παραγωγή (γεωργία)

Το ιστορικό σας