ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

édesség σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
édesség

γλυκά◼◼◼

γλυκό (το)◼◼◻

γλυκός

γλύκα

γλύκισμα

ζαχαρωτό

καραμέλα

édességek

γλυκά

Το ιστορικό σας