ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

áztat σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
áztat

εμποτισμός◼◼◼

áztatás

εμβάπτιση◼◼◼

διαβροχή◼◼◼

εμποτισμός◼◼◻

borban áztatott piskóta pudinggal és tejszínnel

τράιφλ

eláztat (→ βρέχομαι elázik)

βρέχω

kockáztat

κίνδυνος◼◼◼

διακινδύνευση◼◻◻

διακινδυνεύω

κινδυνεύω

ρισκάρω, διακινδυνεύω (-σω)

ριψοκινδυνεύω

vizsgáztat

εξέταση◼◼◼

Το ιστορικό σας