ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

átruház σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
átruház

μεταβίβαση◼◼◼

μεταφορά◼◼◻

αποκεντρώνω

μεταφέρω

προσδίδω

átruházható

διαπραγματεύσιμος◼◼◼

átruházás

μεταβίβαση◼◼◼

ανάθεση◼◼◻

μεταφορά◼◼◻

πέρασμα

jogkör átruházása helyi önkormányzatokra

(διοικητική) αποκέντρωση/εκφυλισμός/ανάστροφη εξέλιξη

Το ιστορικό σας