ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

átél σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
átél

(pl. háborút, szerepet) ζω (ζήσω), nehéz napokat éltem át πέρασα δύσκολες μέρες

Το ιστορικό σας