ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ásít σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ásít

χασμουρητό

χασμουριέμαι (-ηθώ)

ásítás

χάσκω

χαίνω

χασμουρητό

χασμουριέμαι

fásít

δάσος

megmásíthatatlan

αμετάκλητος

Το ιστορικό σας