ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

árul σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
járulékos

επικουρικός◼◻◻

συμπληρωματικός◼◻◻

kapok utazási hozzájárulást?

θα καλύπτονται τα έξοδα μεταφοράς;

mindez hozzájárult a sikeréhez

όλα αυτά συνέβαλαν στην επιτυχία του, (anyagilag) συνεισφέρω (+tárgyeset vmivel)

pénzügyi hozzájárulás

χρηματική συνεισφορά/χρηματοδοτική συμμετοχή

12

Το ιστορικό σας