ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

áruház σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
áruház

αποθήκη◼◼◼

εμπορικό◼◼◻

πολυκατάστημα◼◼◻

το πολυκατάστημα, το μεγάλο κατάστημα

υποκατάστημα

ABC-áruház

το σούπερ-μάρκετ

élelmiszeráruház

σούπερ-μάρκετ (το)

Το ιστορικό σας