ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

áron σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
Áron

Ααρών

1-et fizet, a másikat féláron kapja (egyet vesz, a másikat féláron kapja)

αγοράστε ένα, πάρτε το δεύτερο στη μισή τιμή

nyáron

το καλοκαίρι◼◼◼

Το ιστορικό σας