ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

áremelés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
áremelés

αύξηση◼◼◼

οι ανατιμήσεις, οι αυξήσεις

növekedés,(fizetés-/ár)emelés

αύξηση (η, tsz. -εις)

Το ιστορικό σας