ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

áramkör σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
áramkör

κύκλωμα◼◼◼

ηλεκτρικό κύκλωμα◼◼◻

integrált áramkör

ολοκληρωμένο κύκλωμα◼◼◼

Integrált áramkör

Ολοκληρωμένο κύκλωμα◼◼◼

Το ιστορικό σας