ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

állandóan σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
állandóan

ατέλειωτα

διαρκώς

μονίμως

μόνιμα

πάντοτε

σταθερά

συνέχεια

όλο

több időd lenne tanulásra, ha nem néznél állandóan tévét

θα είχες περισσότερο χρόνο για διάβασμα αν δεν έβλεπες συνέχεια τηλεόραση

Το ιστορικό σας