ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

járás σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(járás közben, harcban) πέφτω (πέσω)

elesik

ο χρόνος, (időjárás is) ο καιρός

idő◼◼◼