ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

fő- σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(név) ξεχωριστός-ή-ό, (határozószó) χώρια, ξεχωριστά

külön

(név) ο εκδοτικός οίκος, (melléknév) ενοικιαζόμενος (-η-ο)

kiadó

(név) ο λαμπτήρας, (melléknév) αναμμένος (-η-ο)

égő

(név) το μέλλον

jövő

(név) χριστιανός, (melléknév) χριστιανικός (-ή-ό)

keresztény