ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

όρυξη σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
όρυξη

feltárás

feltárás (folyamat)

αποκατάσταση χώρου εξόρυξης

bányaterület helyreállítása

απόβλητα ορυχείων (εξόρυξης)

bányászati hulladék

εξαγωγή (εξόρυξη) πετρελαίου

olajbányászat

εξόρυξη

kitermelés◼◼◼

bányászat◼◼◼

kivonás◼◻◻

bányászás

ásatás

bányászati

εξόρυξη άνθρακα

szénbányászat◼◼◼

εξόρυξη ανοικτής θαλάσσης

mélytengeri bányászat

εξόρυξη δεδομένων

adatbányászat◼◼◼

εξόρυξη λατύπης

kavicsbányászat

εξόρυξη λιγνίτη

lignitbányászat◼◼◼

εξόρυξη ορυκτών

ásványbányászat

εξόρυξη τύρφης

tőzegkitermelés◼◼◼

εξόρυξη/εξαγωγή/εκχύλιση/αφαίρεση/εκρίζωση

kivonás

θέση (περιοχή) εξόρυξης

bányászati körzet

θαλάσσια εξόρυξη

partközeli bányászat

κανονισμός εξόρυξης

bányászat szabályozás

νόμος (νομοθεσία) περί εξόρυξης

bányatörvény

τοπίο μετά την εξόρυξη

táj bányászat után

υπαίθρια εξόρυξη

külszíni fejtés