ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kitermelés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kitermelés

εξόρυξη◼◼◼

εκμετάλλευση◼◼◻

απόκτηση◼◻◻

προώθηση◼◻◻

προαγωγή

erőforrás kitermelése

εκμετάλλευση πόρου

földgázkitermelés

εξαγωγή φυσικού αερίου

mezőgazdasági kitermelés

εκμετάλλευση καλλιεργειών

talajvíz kitermelés

αφαίρεση (άντληση) υπογείων υδάτων

túlzott kitermelés

υπερεκμετάλλευση

tőzegkitermelés

εξόρυξη τύρφης◼◼◼

Το ιστορικό σας