ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

φασιστικός σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
φασιστικός

fasiszta

αντιφασιστικός

antifasiszta

αποφασιστικός

döntő◼◼◼

meghatározó◼◼◻

határozott◼◻◻

mérvadó◼◻◻

σύμβαση ορισμένης διάρκειας, (konkrét) συγκεκριμένος-η-ο, (személy) αποφασιστικός (-ή-ό)

határozott idejű szerződés