ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

τόκος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
Τόκος

Kamat◼◼◼

τόκος

érdek◼◼◼

érdekel

érdeklődés

ενδιαφέρον/συμφέρον/τόκος

kamat

ο τόκος

kamat◼◼◼

στόκος

gitt◼◼◼

τσιμέντο/(οδοντο)κονία/στόκος/θηραϊκή γη

cement