ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

τσεκ σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
τσεκ

csekk

τσεκάρω

ellenőriz

τσεκούρι

bárd

leépítés

szekerce

τσεκούρι (tsekoúri)

balta

szekerce

θα ήθελα ένα τσεκ-απ

szeretnék egy kivizsgálást