ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
τίτλος | címke◼◻◻ jogalap◼◻◻ kiad◼◻◻ kiadás◼◻◻ főcím◼◻◻ |
τίτλος (ο) | cím◼◼◼ |
τίτλος κυριότητας | tulajdonjog◼◼◼ |
Τίτος | |
(egyetemi) η φοιτητική εστία | |
(συσκευή παραγωγής ακτίνων) λέιζερ | |
(ψυχολογική) πίεση/τάση/ολικό φορτίο/υπερένταση | |
17 Μαρτίου | |
19 Μαρτίου | |
2 Μαρτίου | |
25 Μαρτίου | |
(megtölt) γεμίζω (-σω), (akkumulátort) φορτίζω (-σω) | |
(teremt) δημιουργώ (-ήσω), (vmilyen egységet) αποτελώ (-έσω), συγκροτώ (-ήσω), απαρτίζω (-σω) | |
(vmt) αποφεύγω (αποφύγω), (vmennyibe) κάνω, κοστίζω (-σω), στοιχίζω (-σω): | |
άεργη αντίσταση | reaktancia◼◼◼ |
άμυνα/αντίκρουση/υπεράσπιση | |
έκρηξη/ανατίναξη | |
έχετε αλλεργία σε τίποτα; | |
έχετε δοκιμάσει τα τσιρότα νικοτίνης; | |
έχετε πιει τίποτα σήμερα; | |
έχετε τίποτα ...; | |
έχετε τίποτα για ...; | |
έχετε τίποτα να δηλώσετε; | |
έχετε τίποτα που θα με βοηθήσει να κόψω το κάπνισμα? | |
έχετε τίποτα σε μεγαλύτερο μέγεθος; | |
έχετε τίποτα σε μικρότερο μέγεθος; | |
έχετε τίποτα φθηνότερο; | |
έχετε χρησιμοποιήσει τίποτα από το μινιμπάρ; | |
έχω χάσει το κλειδί του δωματίου | |
Ήλιος του μεσονυχτίου | |
αβγατίζω | |
αγίου βαλεντίνου |