ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

σύντμηση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
σύντμηση

rövidítés◼◼◼

abbreviáció

κινητό (σύντμηση για κινητό τηλέφωνο)

mobil / mobilszám

τιμή πάνω στην αίτηση (σύντμηση)

ár (’poa’-az ár a jelentkezésen rövidítése)