ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

σηκώνω (-σω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
σηκώνω (-σω)

felemel

(súlyt) σηκώνω (-σω), (elvisel) αντέχω (-ξω)

elbír