ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ς σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αγενής

tiszteletlen

udvariatlan

αγέρωχος

arrogáns

büske

büszke

άγευστος

íztelen◼◼◼

ízetlen

ízléstelen

αγιασμένος

szent

αγιασμός

áldás

αγιάτρευτος

gyógyíthatatlan

Άγιο Όρος

Athosz-hegy

άγιος

szent◼◼◼

Άγιος Βασίλης

Mikulás

Télapó

Άγιος Βασίλης (Áyios Vasílis)

Mikulás

Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες

Saint Vincent◼◼◼

Szent Vincent és Grenadine◼◻◻

Άγιος Γεώργιος

Szent György

Άγιος Ευστάθιος

Sint Eustatius◼◼◼

Άγιος Λαυρέντιος

Szent Lőrinc◼◼◼

Άγιος Λαυρέντιος (ποταμός)

Szent Lőrinc-folyó

Άγιος Μαρίνος (Ágios Marínos)

San Marino◼◼◼

Άγιος Νικόλαος

Szent Miklós

Άγιος Πατρίκιος

Szent Patrik

αγκαθωτός μυρμηγκοφάγος

hangyászsün

αγκιτάτορας

agitátor

αγκολέζικος

angolai

Αγκολέζος

angolai

αγνός

tiszta

αγνώριστος

felismerhetetlen

αγνωστικισμός

agnoszticizmus

αγνωστικιστής

agnosztikus

άγνωστος

ismeretlen◼◼◼

idegen

άγνωστος (-η-ο)

ismeretlen◼◼◼

αγορά ενέργειας

energiapiac◼◼◼

αγορά (του) περιβάλλοντος

környezeti piac

αγοραίος

közönséges

vulgáris

3456