ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ρόδο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ρόδο

rózsa◼◼◼

rózsaszín

ρόδο (ródo)

rózsa◼◼◼

Ρόδος

Rodosz◼◼◼

Rodosz (sziget)◼◼◼

ιερόδουλη

prostituált

Κολοσσός της Ρόδου

Rodoszi Kolosszus

πόρνη (pórni) , ιερόδουλη (ieróduli) , (vulgar:) πουτάνα (putána)

kurva