ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ροζ σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ροζ

rózsa

ροζ (inv)

rózsaszínű◼◼◼

rózsaszín◼◼◼

ροζάριο

rózsafüzér

Ροζάριο

Rózsafüzér

ροζέ

rosé

αεροζόλ

aeroszol◼◼◼

κηροζίνη

petróleum◼◼◼

μακροζωία

életkor◼◼◼

νιτροζαμίνη

nitrozamin◼◼◼

προζύμι

élesztő◼◼◼

προτεροζωικός

proterozoikum

Προτεροζωικός αιώνας

Proterozoikum

Στήλη της Ροζέττας

Rosette-i kő

Φανεροζωικός

fanerozoikum

Φανεροζωικός αιώνας

Fanerozoikum