ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ροή σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
υδρολογική ροή

hidrológiai áramlás

χαμηλή παροχή (ροή)

vízhozam alacsony vízállásnál

όριο όχλησης (εισροής ρύπων)

immisszió határérték

όχληση/εισροή ρύπων

immisszió

12