ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

προσανατολισμός σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
προσανατολισμός

irány◼◼◼

irányultság◼◼◻

orientáció◼◼◻

álló◼◻◻

tájékozódás◼◻◻

σεξουαλικός προσανατολισμός

szexuális irányultság◼◼◼

Το ιστορικό σας