ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

πονώ σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
πονώ

bánt

sért

πονώ (-άω, έσω)

fáj

προπονώ

edz

edző

hintó

kiképez

kocsi

vagon

vonat