ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

πιεστήριο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
πιεστήριο

prés◼◼◼

nyomdagép◼◻◻

nyomás◼◻◻

nyomdai munka

πιεστήριο/πρέσα/Τύπος

sajtó

πιεστήριο/τυπογραφείο

nyomdai munka