ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

πέφτω (πέσω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
πέφτω (πέσω)

esik (eső)

πέφτω (πέσω) (κάτω)

leesik

(járás közben, harcban) πέφτω (πέσω)

elesik