ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

πέμπτη σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
Πέμπτη

csütörtök◼◼◼

δέκατος-πέμπτος / δέκατη-πέμπτη / δέκατο-πέμπτο

tizenötödik

κάθε πέμπτη

minden csütörtökön◼◼◼

πέμπτος / πέμπτη / πέμπτο

ötödik

την πέμπτη

csütörtökön◼◼◼