ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ορθώνω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ορθώνω

emel

διορθώνω

helyes

helyesbít

javít

kijavít

korrekt

korrigál

διορθώνω (-σω), επισκευάζω (-σω), φτιάχνω (-ξω)

kijavít

επιδιορθώνω

javít

javítás

megjavít

κατορθώνω

sikerül

παλινορθώνω

helyreállít