ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kijavít σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kijavít

διορθώνω

διορθώνω (-σω), επισκευάζω (-σω), φτιάχνω (-ξω)

σωστός

Το ιστορικό σας