ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ορδή σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ορδή

horda

πορδή

fing

szellentés

πορδή (pordí)

φωνητική χορδή

hangszál

χορδή

húr◼◼◼

zsinór◼◼◻

akkord

cipőfűző

karakterlánc

madzag

Χρυσή Ορδή

Arany Horda