ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ξοδεύω (-ψω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ξοδεύω (-ψω)

elkölt

(pénzt) ξοδεύω (-ψω)

költ