ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

μπορώ σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
πως μπορώ να σας βοηθήσω;

miben segíthetek önnek?

segíthetek?

πότε μπορώ να σε ξαναδώ;

mikor láthatlak újra?

πώς μπορώ να πάω

hogy juthatok el a vasútállomásra?

σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος ;

mit tehetek önért?

123