ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

μπλοκ σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
μπλοκ

blokk◼◼◼

tömb◼◼◻

εμπλοκέας

eb

kutya

εμπλοκή

érintettség◼◼◼

μέσο συμπλοκοποίησης

komplexképző anyag

σύμπλοκη ένωση/σύνθετος (πολύπλοκος) σχηματισμός

komplex képződés

σύμπλοκο

komplex◼◼◼

bonyolult◼◼◻

összetett◼◼◻