ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

μία σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ξηροδερμία

bőrszárazság◼◼◼

ο ένας τον άλλο (η μία την άλλη)

egymást

ο κλέφτης έχωσε μία εικόνα κάτω από το παλτό του

a tolvaj bedugott egy ikont a kabátja alá

οικονομία

közgazdaság

közgazdaság-tudomány

οικονομία (η)

gazdaság, takarékosság

οικονομία της αγοράς

piacgazdaság◼◼◼

οικονομία της ενέργειας

energiagazdaságtan

οικονομικά/οικονομικές επιστήμες/οικονομολογία/οικονομία

közgazdaságtan

ορνιθοκομία/πτηνοτροφία

madártenyésztés

οφθαλμίατρος

szemorvos

ούτε/καμία φορά (valamikor) κάποτε

egyszer sem

παγοδρομία

korcsolyázás

παθολογική ανατομία

patológia◼◼◼

πανδημία

világjárvány◼◼◼

járvány◼◼◻

pandémia

παρανομία

illegalitás◼◼◼

περιβαλλοντική ζημία/βλάβη στο περιβάλλον

környezeti kár

περιβαλλοντική οικονομία/οικονομική του περιβάλλοντος

környezetgazdaságtan

Πλειάδες (Αστρονομία)

Messier 45

ποινική δικονομία

büntetőjogi eljárás

πολεοδομία

várostervezés◼◼◼

urbanizmus◼◻◻

városfejlesztés◼◻◻

πολυγαμία

poligámia◼◼◼

többnejűség

προθεσμία

határidő◼◼◼

haladék◼◻◻

elbocsátási időtartam

προθυμία

motiváció

πρόληψη της ζημίας (βλάβης)

kármegelőzés

πόσο καιρό προθεσμία χρειάζεται να δώσω;

mennyi a felmondási ideje?

ραθυμία

lajhár

lustaság

restség

σε καμία περίπτωση, (esemény) το περιστατικό

semmi esetre sem◼◼◼

σε μία ώρα

egy órán belül vagy egy óra múlva

σηψαιμία

vérmérgezés◼◼◼

σταδιοδρομία

karrier◼◼◼

3456