ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

λινό σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
λινό

len◼◼◼

vászon◼◼◼

λινόχρους

vászon

δειλινό

alkonyat◼◼◼

este

Ιλινόι

Illinois◼◼◼

Ιλλινόις

Illinois◼◼◼

Ισραηλινός

izraeli◼◼◼

ισραηλινός

izraeli◼◼◼

παλινόρθωση

restauráció

restaurálás

πασχαλινό αβγό

húsvéti tojás

πασχαλινό λαγουδάκι

húsvéti nyúl

πασχαλινός

pascal