ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

λεκές σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
λεκές

piszok

λεκές (ο) (tsz. λεκέδες)

folt

λεκές (ο) (tsz: λεκέδες)

folt (szennyeződés)