ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κουράζω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κουράζω

(ki)fáraszt (→ κουράζομαι elfárad)

κουράζω (-σω)

fáraszt

ξεκουράζω

maradék

pihentet

pihentet (→ ξεκουράζομαι pihen, kipiheni magát)

pihenés