ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ιταλός σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
Ιταλός

olasz◼◼◼

ιταλός

olasz◼◼◼

Ιταλός (italós)

olasz◼◼◼

Ιταλός (η) – Ιταλίδα (η)

olasz(ember/férfi - nő)