ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ενοχή σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ενοχή

bűnösség◼◼◼

bűn

bűntudat

ευθύνη/ενοχή

felelősség

η ενοχή

bűntudat

νιώθω ενοχή

bűntudatot érzek

νιώθω τύψεις/ενοχή

lelkifurdalásom van